χαρτογραφώ

χαρτογραφώ
(ε) μετ. картографировать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "χαρτογραφώ" в других словарях:

  • χαρτογραφώ — χαρτογραφώ, χαρτογράφησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • χαρτογραφώ — έω, Ν ασχολούμαι με την χαρτογραφία, είμαι χαρτογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

  • χαρτογραφώ — ησα, ήθηκα, ημένος, σχεδιάζω γεωγραφικούς ή τοπογραφικούς χάρτες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαρτογράφηση — η, Ν η ενέργεια τού χαρτογραφώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτογραφώ. Η λ., στον λόγιο τ. χαρτογράφησις, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • γεωγραφίζω — 1. γεωγραφώ* 2. χαρτογραφώ …   Dictionary of Greek

  • μηχανογράφηση — Όρος που αναφέρεται στη χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών για την επεξεργασία διοικητικών και οικονομικών πληροφοριών στο πλαίσιο μιας επιχείρησης ή ενός οργανισμού. Ειδικότερα τα πεδία εφαρμογής της μ. είναι η μισθοδοσία, οι αποθήκες, ο έλεγχος… …   Dictionary of Greek

  • γεωγραφώ — γεωγράφησα 1. περιγράφω τα γεωγραφικά φαινόμενα. 2. παριστάνω σε γεωγραφικό χάρτη την επιφάνεια της Γης, χαρτογραφώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»